- γαμετοκύτταρο
- το1. το ειδικό αναπαραγωγικό κύτταρο από το οποίο προέρχονται οι γαμέτες2. συνώνυμο τού γαμέτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωογένεση — Η εξέλιξη των θηλυκών γεννητικών κυττάρων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός θηλυκού γαμέτη ή ωαρίου. Η ω. παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τη σπερματογένεση. Αρχίζει με τον πολλαπλασιασμό των ωογονίων, που, στη συνέχεια,… … Dictionary of Greek